ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψεύτης (ουσ. αρσ.) ψεύκης [ˈpsefcis] Τελμ. ψεύτσης [ˈpseftsis] Γούρδ., Σίλ. ψεύτσ̑ης [ˈpseftʃis] Αραβαν. ψεύτους [ˈpseftus] Μισθ. Πληθ. ψεύτ' [pseft] Φλογ. Θηλ. ψεύτσισσα [ˈpseftsisa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. ψεύτης (< αρχ. ουσ. ψεύστης). O τύπ. ψεύκης με υπερδιόρθ. [ti] > [tsi] επαναναλυμένο ως [ci] > [tsi] (πβ. και ποντ. ψεύκομαι = διαψεύδομαι).
Ψεύτης ό.π.τ. : Είσαι ψεύτσης, δεν λες τ' αλήχεια τ' (Είσαι ψεύτης, δεν λες την αλήθεια του) Γούρδ. -Καράμπ. Ακούει τα μάνα μ' και να με πει ψευτσ̑ης και να πιάσ̑' να με κουπανίσ̑' (Θα το ακούσει η μάνα μου και θα με πει ψεύτη και θα με πιάσει να με δείρει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'τον το έμαθαν, σον κόσμο τα κειότον τα ψεύτ' ούλα έτρεξαν ήρταν (Όταν το έμαθαν, όλοι οι ψεύτες που υπάρχαν στον κόσμο έτρεξαν και ήρθαν) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Παροιμ. Ψεύκης και κλέφκης το πρώτο χρόνο γιασ̑αdίσ̑' (Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται˙ Οι κακές πράξεις αργά ή γρήγορα τιμωρούνται) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γιαλαντζής :1, κομπωσιάρης, ψεματάς