ψέμα
(ουσ. ουδ.)
ψέμα
[ˈpsema]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
ψέματα
[ˈpsemata]
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ψέμα (< μεταγν. ψεῦσμα).
1. Ψέμα
ό.π.τ.
:
Ψέματα ρε λαλώ
(Ψέματα δεν λέω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τι ψέμαδα νταν ατούρα ντα είπις
(Τι ψέματα ήταν αυτά πού είπες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ψέματα μι 'ναι καλό να γκαλαdζ̑έψεις, γιόξα αλ̑ήσεια μ';
(Ψέματα είναι καλό να λες, ή αλήθεια;)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Παν τὄνα είπε ένα ψέμα
(Ο καθένας είπε ένα ψέμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Φρ.
Απ' τα ψέματα
(Απ' τα ψέματα˙ Προσποιητά, στα ψέματα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Είσαι καό, αμά λες πουά ψέματα
(Είσαι καλός, αλλά λες πολλά ψέματα˙ Ειρωνικά προς ψεύτη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ατέ τα ψέματα σε με τζ̑ο δεβαίνουνε
(Αυτά τα ψέματα σε μένα δεν περνάνε˙ Δεν πιστεύω αυτά τα ψέματα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ερυό ισπάτ' κρεμάζουν ένα άρωπο, ας έν' και ψέματα
(Δύο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο ας είναι και ψέματα˙ Η μαρτυρία πολλών είναι πιο σημαντική από την αλήθεια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Κερεκής τ' όρωμα για σο γέμα για σο ψέμα
(Της Κυριακής το όνειρο ή στο μεσημεριανό φαΐ ή στο ψέμα˙ Το όνειρο που βλέπει κανείς την Κυριακή ή θα πραγματοποιηθεί μέχρι το μεσημέρι, ειδάλλως θα διαψευστεί)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
μασάλι
2. Στον πληθ. με επιρρ. σημ, προσποιητά
Φάρασ.
:
Κνήστη ψέματα
(Στα ψέματα ξύστηκε, προσποιήθηκε ότι ξύστηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
Να σε φσάξω ψέματα, ψόφα ψέματα
(Θα σε σφάξω στα ψέματα, ψόφα στα ψέματα)
Φάρασ.
-Dawk.