ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψέμα (ουσ. ουδ.) ψέμα [ˈpsema] Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ. Πληθ. ψέματα [ˈpsemata] Αξ., Αραβαν., Σίλ., Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ψέμα (< μεταγν. ψεῦσμα).
1. Ψέμα ό.π.τ. : Ψέματα ρε λαλώ (Ψέματα δεν λέω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τι ψέμαδα νταν ατούρα ντα είπις (Τι ψέματα ήταν αυτά πού είπες) Μισθ. -Κοτσαν. Ψέματα μι 'ναι καλό να γκαλαdζ̑έψεις, γιόξα αλ̑ήσεια μ'; (Ψέματα είναι καλό να λες, ή αλήθεια;) Σίλ. -Dawk.JHS Παν τὄνα είπε ένα ψέμα (Ο καθένας είπε ένα ψέμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 || Φρ. Απ' τα ψέματα (Απ' τα ψέματα˙ Προσποιητά, στα ψέματα) Ουλαγ. -Κεσ. Είσαι καό, αμά λες πουά ψέματα (Είσαι καλός, αλλά λες πολλά ψέματα˙ Ειρωνικά προς ψεύτη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ατέ τα ψέματα σε με τζ̑ο δεβαίνουνε (Αυτά τα ψέματα σε μένα δεν περνάνε˙ Δεν πιστεύω αυτά τα ψέματα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ερυό ισπάτ' κρεμάζουν ένα άρωπο, ας έν' και ψέματα (Δύο μάρτυρες κρεμάνε έναν άνθρωπο ας είναι και ψέματα˙ Η μαρτυρία πολλών είναι πιο σημαντική από την αλήθεια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Κερεκής τ' όρωμα για σο γέμα για σο ψέμα (Της Κυριακής το όνειρο ή στο μεσημεριανό φαΐ ή στο ψέμα˙ Το όνειρο που βλέπει κανείς την Κυριακή ή θα πραγματοποιηθεί μέχρι το μεσημέρι, ειδάλλως θα διαψευστεί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. μασάλι
2. Στον πληθ. με επιρρ. σημ, προσποιητά Φάρασ. : Κνήστη ψέματα (Στα ψέματα ξύστηκε, προσποιήθηκε ότι ξύστηκε) Φάρασ. -Dawk. Να σε φσάξω ψέματα, ψόφα ψέματα (Θα σε σφάξω στα ψέματα, ψόφα στα ψέματα) Φάρασ. -Dawk.