ψάρι (II)
(ουσ. ουδ.)
ψάρι
[ˈpsari]
Φάρασ.
Από αμάρτ. ουσ. *ψοάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψόα = μυς της οσφύος, πβ. ν.ε. ψαρονέφρι.
Μυς του ποδιού
:
|| Φρ.
Του 'στού το ψάρι
(Του οστού το ψάρι˙ Η γάμπα του ποδιού)
Φάρασ.
-Ανδρ.