ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψάρι (II) (ουσ. ουδ.) ψάρι [ˈpsari] Φάρασ. Από αμάρτ. ουσ. *ψοάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψόα = μυς της οσφύος, πβ. ν.ε. ψαρονέφρι.
Μυς του ποδιού : || Φρ. Του 'στού το ψάρι (Του οστού το ψάρι˙ η γάμπα του ποδιού) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. ποντικός :2
Συνών. σεραντζάνος
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025