ψαλτικό
(ουσ. ουδ.)
ψαλτικό
[psaltiˈko]
Σινασσ.
Από το μεταγν. επίθ. ψαλτικός = α) σχετικός τον αρπιστή β) μεσν., σχετικός με τον ψάλτη γ) μεσν., η αμοιβή του ψάλτη.
Η αμοιβή του ψάλτη
Τροποποιήθηκε: 30/08/2025