ψαλμωδία
(ουσ. θηλ.)
ψαλμωδιά
[psalmo'ðʝa]
Ανακ., Φλογ.
ψαλμουδιά
[psalmu'ðʝa]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. ψαλμωδία. Οι τύπ. ψαλμωδιά και ψαλμουδιά νεότ. Η λ. από την εκκλ. παράδ.
Ψαλμωδία
ό.π.τ.
:
Ψαλμωδιά δεν ψαλίστεν
(Ψαλμωδία δεν έψαλε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361