ψαλιδίστρα
(ουσ. ουδ.)
ψαλιρίστρα
[psaliˈristra]
Αραβαν.
ψαλίστρα
[psaˈlistra]
Μισθ.
Από το ρ. ψαλιδίζω (θ. αορ. ψαλιδισ-) και το παραγωγ. επίθμ. -της, θηλ. -τρα, λόγω του σχήματος. Πβ. ψαλίδα, όπου και τύπ. ψαλίρα, ψαλία. Πβ. ποντ. ψαλιδίτζα = έντομο με ουρά σε σχήμα ψαλίδας.
3. Ψαλίδα στα μαλλιά
Μισθ.