ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψαλιδίστρα (ουσ. ουδ.) ψαλιρίστρα [psaliˈristra] Αραβαν. ψαλίστρα [psaˈlistra] Μισθ. Από το ρ. ψαλιδίζω (θ. αορ. ψαλιδισ-) και το παραγωγ. επίθμ. -της, θηλ. -τρα, λόγω του σχήματος. Πβ. ψαλίδα, όπου και τύπ. ψαλίρα, ψαλία. Πβ. ποντ. ψαλιδίτζα = έντομο με ουρά σε σχήμα ψαλίδας.
1. Χελιδόνι Αραβαν. Συνών. γκιουβερτσίνι, τσίνα :2, χελιδόνι
2. Είδος σαρανταποδαρούσας Μισθ. Συνών. κιρκαγιάχος, πολυπόδι, ψαλίδα :2
3. Ψαλίδα στα μαλλιά Μισθ.