ψάλσιμο
(ουσ. ουδ.)
ψάλσιμο
[ˈpsalsimo]
Γούρδ.
ψάλσ̑ιμο
[ˈpsaʃsimo]
Αραβαν.
ψάλτσιμο
[ˈpsaltsimo]
Αξ., Τροχ.
ψάλσ̑ιμου
[ˈpsaʃsimu]
Μαλακ.
ψάλτσιμου
[ˈpsaltsimu]
Ουλαγ.
ψάλτσημα
[ˈpsaltsima]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. ψάλσιμο, το οπ. από το ρ. ψάλλω και επίθμ. -σιμο.
2. Ανάγνωση
ό.π.τ.
:
Έμαρες ψάλσ̑ιμο και γράψιμο
(Εμαθες ανάγνωση και γραφή)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Είκοσι χρόνους ομbρό πολύ ρε μαραίνισκαν, λίγο ψάλσ̑ιμο και λίγο γράψ̑ιμο μαναχό
(Πριν από είκοσι χρόνια δεν μάθαιναν πολλά πράγματα, λίγη ανάγνωση και λίγη γραφή μόνο)
Αραβαν.
-Dawk.JHS
Ντείξε το λίγο ψάλσ̑ιμο
(Μάθε του λίγη ανάγνωση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
διάβασμα, ψάλλημα