ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψάλσιμο (ουσ. ουδ.) ψάλσιμο [ˈpsalsimo] Γούρδ. ψάλσ̑ιμο [ˈpsaʃsimo] Αραβαν. ψάλτσιμο [ˈpsaltsimo] Αξ., Τροχ. ψάλσ̑ιμου [ˈpsaʃsimu] Μαλακ. ψάλτσιμου [ˈpsaltsimu] Ουλαγ. ψάλτσημα [ˈpsaltsima] Μισθ. Νεότ. ουσ. ψάλσιμο, το οπ. από το ρ. ψάλλω και επίθμ. -σιμο.
1. Ψάλσιμο Αραβαν., Μισθ. Συνών. διάβασμα, ψάλλημα
2. Ανάγνωση ό.π.τ. : Έμαρες ψάλσ̑ιμο και γράψιμο (Εμαθες ανάγνωση και γραφή) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 Είκοσι χρόνους ομbρό πολύ ρε μαραίνισκαν, λίγο ψάλσ̑ιμο και λίγο γράψ̑ιμο μαναχό (Πριν από είκοσι χρόνια δεν μάθαιναν πολλά πράγματα, λίγη ανάγνωση και λίγη γραφή μόνο) Αραβαν. -Dawk.JHS Ντείξε το λίγο ψάλσ̑ιμο (Μάθε του λίγη ανάγνωση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. διάβασμα, ψάλλημα
3. Μελέτη, διάβασμα Μισθ. Συνών. ψάλλημα