ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψελάδι (ουσ. ουδ.) ψελάγ̑' [pse'laʝ] Αξ. Από το επίθ. ψηλός, όπου και τύπ. ψελός, και το παραγωγ. επίθμ. -άδι.
Ύψωμα, μικρός λόφος : Τ' λιμνιώτ'κο το ψελάγ̑' (Το λιμνιώτικο (τοπων. Λήμνα) το ύψωμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εγώ να πάω εκειά γαρσ̑ού στο ψελάγ̑' (Εγώ θα πάω εκεί αντίκρυ σ' εκείνο το ύψωμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. λοφί :1, μυτί :3, τεπές :1