ψελλίζω
(ρ.)
ψελλίζω
[pseˈlizo]
Σινασσ.
Το αρχ. ρ. ψελλίζω = τραυλίζω.
Προφέρω λέξεις, αρχίζω να εκφέρω λόγο ως παιδί
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025