ψελλίζω
(ρ.)
ψελλίζω
[pse'lizo]
Σινασσ.
Το αρχ. ρ. ψελλίζω = τραυλίζω.
Προφέρω λέξεις, αρχίζω να εκφέρω λόγω ως παιδί