ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψάλλημα (ουσ. ουδ.) ψάλλημα [ˈpsalima] Σίλ. ψάλλεμα [ˈpsalema] Φάρασ. ψάλλ'μα [ˈpsalma] Φάρασ. ψέλνημα [ˈpselnima] Ουλαγ. Από το ρ. ψάλλω και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
1. Ψάλσιμο Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Σ̑ήμερ' είσ̑ι βαριά ψαλλήματα κλησ̑ά μας (Σήμερα είχε σημαντική λειτουργία η εκκλησία μας, είχε δοξολογία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. διάβασμα, ψάλσιμο
2. Διάβασμα ό.π.τ. : Ψάλλημα μι 'ναι αυτό που φτσ̑άνεις; (Διάβασμα είναι αυτό που κάνεις;) Σίλ. -Κωστ.Σ.
β. Ανάγνωση, "γράμματα" Σίλ., Φάρασ. : Κοπανά τσ̑η να μάσει ψάλλημα (Τη δέρνει για να μάθει ανάγνωση ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ηύξησε τσ̑αι πήε σο δάσκαλο να μάθει ψάλματα (Μεγάλωσε και πήγε στον δάσκαλο να μάθει γράμματα ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πηάγα 'ς Τζ̑ισάρας το σκόλειο να μάθω φαθικά ψαλλέματα (Πήγα στο σχολείο της Καισάρειας να μορφωθώ βαθύτερα ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
γ. Μελέτη, διάβασμα στο σχολείο Φάρασ. : Έρτζεται 'σ' το ψάλλ'μα, τρων το ψωμίν τουνε (Έρχεται από το διάβασμα, τρώνε το ψωμί τους ) Φάρασ. -Dawk.Boy