ψάλλημα
(ουσ. ουδ.)
ψάλλημα
[ˈpsalima]
Σίλ.
ψάλλεμα
[ˈpsalema]
Φάρασ.
ψάλλ'μα
[ˈpsalma]
Φάρασ.
ψέλνημα
[ˈpselnima]
Ουλαγ.
Από το ρ. ψάλλω και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
2. Διάβασμα
ό.π.τ.
:
Ψάλλημα μι 'ναι αυτό που φτσ̑άνεις;
(Διάβασμα είναι αυτό που κάνεις;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
β.
Ανάγνωση, "γράμματα"
Σίλ., Φάρασ.
:
Κοπανά τσ̑η να μάσει ψάλλημα
(Τη δέρνει για να μάθει ανάγνωση
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ηύξησε τσ̑αι πήε σο δάσκαλο να μάθει ψάλματα
(Μεγάλωσε και πήγε στον δάσκαλο να μάθει γράμματα
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πηάγα 'ς Τζ̑ισάρας το σκόλειο να μάθω φαθικά ψαλλέματα
(Πήγα στο σχολείο της Καισάρειας να μορφωθώ βαθύτερα
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
γ.
Μελέτη, διάβασμα στο σχολείο
Φάρασ.
:
Έρτζεται 'σ' το ψάλλ'μα, τρων το ψωμίν τουνε
(Έρχεται από το διάβασμα, τρώνε το ψωμί τους
)
Φάρασ.
-Dawk.Boy