ψηλίτσικα
(επίρρ.)
ψελίσ̑κα
[pse'liʃka]
Αξ., Αραβαν.
Από το επίρρ. ψηλά, όπου και τύπ. αψελά, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικα.
Πολύ ψηλά
ό.π.τ.