ψεΐκκος
(επίθ.)
ψέικκους
[ˈpseikus]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ψεΐκκο
[pse'iko]
Φάρασ.
Από το επίθ. ψιλός, όπου και τύπος ψελό, και το παραγωγ. επίθμ. -ικκο.
2. Ψιλούτσικος, πολύ λεπτός
Φάρασ.
:
Σπαράγην ταρνά, τσ̑ούνκι θωρεί τι 'έμ' ο κόσμος φίδα̈, 'δρά τζ̑αι ψε'ίκα 'νdαραγμένα
(Τρόμαξε αμέσως, γιατί βλέπει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος φίδια, μεγάλα και μικρά ανακατωμένα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ψιλίτσικος
3. Το ουδ. ουσ., μικρό παιδί
Τσουχούρ.
:
Τα ψέικα φιάγκαν το σ̑έρι του παππούκα τσ̑αι της επές να πάρουν την ευσ̑ή τουν
(Τα μικρά φίλαγαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς να πάρουν την ευχή τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
ψιλίτσικος