ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψεΐκκος (επίθ.) ψέικκους [ˈpseikus] Τσουχούρ., Φάρασ. ψεΐκκο [pse'iko] Φάρασ. Από το επίθ. ψιλός, όπου και τύπος ψελό, και το παραγωγ. επίθμ. -ικκο.
1. Ψιλός ό.π.τ. : Ήφαρεν δύο γομάρε νάμμος τζ̑αι δύο γομάρε ψεΐκο τζ̑άχρι (Έφερε δύο φορτώματα άμμου και δύο φορτώματα ψιλά σπόρια από τζεχρί) Φάρασ. -Dawk. Συνών. φτενός, ψιλός
2. Ψιλούτσικος, πολύ λεπτός Φάρασ. : Σπαράγην ταρνά, τσ̑ούνκι θωρεί τι 'έμ' ο κόσμος φίδα̈, 'δρά τζ̑αι ψε'ίκα 'νdαραγμένα (Τρόμαξε αμέσως, γιατί βλέπει ότι ο κόσμος είναι γεμάτος φίδια, μεγάλα και μικρά ανακατωμένα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. ψιλίτσικος
3. Το ουδ. ουσ., μικρό παιδί Τσουχούρ. : Τα ψέικα φιάγκαν το σ̑έρι του παππούκα τσ̑αι της επές να πάρουν την ευσ̑ή τουν (Τα μικρά φίλαγαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς να πάρουν την ευχή τους) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ψιλίτσικος