ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψιλούτσικος (επίθ.) ψελούτσικο [pse'lutsiko] Μαλακ., Σινασσ. Από το νεότ. επίθ. ψιλούτζικος (βλ. Λεξ. Βλάχ.), το οπ. από το αρχ. επίθ. ψιλός και παραγωγ. επίθμ. -ούτσικοςς.
Ψιλός ό.π.τ. : || Φρ. Ψελούτσικα παράδια (Ψιλά χρήματα˙ ψιλά) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333