ψιλούτσικος
(επίθ.)
ψελούτσικο
[pse'lutsiko]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το νεότ. επίθ. ψιλούτζικος (βλ. Λεξ. Βλάχ.), το οπ. από το αρχ. επίθ. ψιλός και παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Ψιλός
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ψελούτσικα παράδια
(Ψιλά χρήματα˙ ψιλά)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Συνών.
στραγγιούσκος, φτενός :1, ψιλούτσικος, Αντίθ
αδρούτσικος
Τροποποιήθηκε: 13/03/2025