αδρούτσικος
(επίθ.)
αdρούσ̑κο
[aˈdruʃko]
Αξ.
’δρούσ’κος
[ˈðruskos]
Φάρασ.
Από το επίθ. αδρός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Πβ.
αδρός
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025