αδρούτσικος
(επίθ.)
αντρούσ̑'κο
[aˈdruʃko]
Αξ.
Ουδ. Πληθ.
’δρούσ’κα
[ˈðruska]
Φάρασ.
Από το επίθ. αδρός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος, όπου και τύπ. -ούσ̑'κο.
Πβ.
αδρός
Πολύ χοντρός
Αξ., Φάρασ.