αζαρλάτημα
(ουσ. ουδ.)
αζαρλάτημα
[azarˈlatima]
Μαλακ.
Από το ρ. αζαρλατίζω, όπου και τύπ. αζαρλατώ (θ. αορ. αζαρλατη-), και το παραγωγ. επίθμ. -μα.