ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άζγκαλντι (επίρρ.) άζγκαλντι̂ [ˈazgaldɯ] Αραβαν., Ουλαγ. άζγαλντι̂ [ˈazɣaldɯ] Αραβαν. Απὀ την τουρκ. φρ. az kaldı = παρ' ολἰγο, μόλις.
Παραλίγο, σχεδόν, μόλις ό.π.τ. : Φοβήρα και άζγαλντι̂ να φύγω ήτουν (Φοβήθηκα και παραλίγο να φύγω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. μα