άζγκαλντι
(επίρρ.)
άζγκαλντι̂
[ˈazgaldɯ]
Αραβαν., Ουλαγ.
άζγαλντι̂
[ˈazɣaldɯ]
Αραβαν.
Απὀ την τουρκ. φρ. az kaldı = παρ' ολἰγο, μόλις.
Παραλίγο, σχεδόν, μόλις
ό.π.τ.
:
Φοβήρα και άζγαλντι̂ να φύγω ήτουν
(Φοβήθηκα και παραλίγο να φύγω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
μα