αζάς
(ουσ. αρσ.)
αζάς
[aˈzas]
Σίλ.
Πληθ.
αζάδες
[aˈzaðes]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. a'za = α) μέλος συμβουλίου β) μέλος του σώματος.
Δημοτικός σύμβουλος