ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αδρός (επίθ.) αδρό [aˈðro] Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ. αντρό [ˈadro] Αξ., Ουλαγ. δρό [ðro] Ανακ., κ.α., Τσουχούρ., Φάρασ. ασδρό [azˈðro] Μισθ. αζντρό [azˈdro] Μισθ., Τσαρικ. αρντός [arˈdos] Σίλ. αρδό [arˈðo] Φλογ. Αρχ. επιθ. ἁδρός. Ο τύπ. αζντρό πιθ. με επίδρ. των ρ. αζτιέω, αζτουρντίζω.
1. Χοντρός, ευμεγέθης, παχύς Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. : Αδρό γένν’μα (Χοντρόκοκκο σιτάρι) Σινασσ. -Αρχέλ. Aδρὸ το ελέκ (Χοντρή σήτα με την οποία λίχνιζαν το σιτάρι) -Cost. M' ένα αρδό σεσ' λέει (Με μιά χοντρή-βαριά φωνή λέει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ασντρό κουκκούι (Χοντρό χαλάζι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αδρό ζώον (Θρεμμένο ζώο) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. βορδώνι, γαπάς, γκαλίν, σισμάν
2. Μεγάλος κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ. : Ταύρισαν τ’ αδρά μαχαίρε (Τράβηξαν τα μεγάλα μαχαίρια) -ΙΛΝΕ Τα ’δρά οι νομάτοι (Οι μεγάλοι άντρες) Φάρασ. -Ανδρ. Ήτουνι α φίδι με ’δρά πράδα, με τσ̑έρατα (Ήτανε ένα φίδι με μεγάλα πόδια, με κέρατα) Τσουχούρ. -VLACH Τσιπ μας, μουτσούκκοι τσ̑αι ’δρά, νηστεύκαμε σεράνdα οχτώ μέρες (Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, νηστεύαμε 48 μέρες) Φάρασ. -Λαμπρ. Γένης αζντρό σερνικός (Έγινες μεγάλος άντρας) Μισθ. -Κοτσαν. Ήτουνι λέγκιντα πολύ μέγα, είσ̑ινι αν dου γαϊδουρού 'δρά τία (Ήταν λένε πολύ μεγάλος, είχε μεγάλα αφτιά σαν του γαϊδάρου) Φάρασ. -ΑΠΥ-Bağr. Μο τη μαθεσία τζ̑αι την παλληκαρία σου, μο τα 'δρά τα έργατα, 'ενόσουν σο Βαρασ̑ό μας 'λλ' έν' καυτζ̑ησία (Με την γνώση σου και την παλληκαριά σου, με τα μεγάλα τα έργα σου, ήσουν άλλο ένα καύχημα για τα Φάρασά μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Ασμ. Τα ’δρά τα μασ̑αίρε κρέμασαν σα μέσε τουν (Κρέμασαν τα μεγάλα μαχαίρια στην μέση τους) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. αζγούνης, μέγας
β. Ως ουσ., προύχοντας Φάρασ. : Σωρεύταμ' του χωρού τα 'δρά (Συγκέντρωθήκαμε οι προύχοντες του χωριού ) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
3. Το ουδ. ως ουσ., είδος κόσκινου με μεγάλες τρύπες Μισθ. Συνών. αδροκόσκινο, αρυκόσκινο, καλμπούρι, Αντίθ ψιλούτσικος