-άδι
(επίθμ.)
-άδι
[ˈaði]
Ανακ., Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ.
-άθι
[ˈaθi]
Σινασσ.
-άι
[ˈai]
Σινασσ.
-άδ'
[að]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
-άρ'
[ar]
Αραβαν., Γούρδ.
-άγ̑'
[aʝ]
Αξ.
Από το αρχ. υποκορ. επίθμ. -άδιον. Η απώλεια της υποκορ. σημ. ήδη μεταγν.
1. Μετoνομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. που στην σημ. τους περιλαμβάνεται χαρακτηριστικό ή ιδιότητα που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αδράδι
(χοντρό άχυρο)
Ανακ.
εγελάδι
(αγελάδα)
Φερτάκ.
κεράδι
(κηρήθρα)
Μαλακ., Σινασσ.
μαυράδι
(είδος μαύρου θάμνου)
Μισθ., Φλογ., Αξ.
ουράδι
(ουρά)
Φάρασ.
προσκεφαλάδι
(μαξιλάρι)
Φλογ.
τσιλιγάδι
(αράχνη)
Αραβαν., Γούρδ.
Συνών.
-άδα :1, -ανός, -άρης, -άρι, -άς, -ερός :1
β.
Για την προσαρμογή τουρκ. δανείου
ό.π.τ.
:
καβάδι
(καβάδι
)
Τελμ.
μπουλάδι
(πλαγιά βουνού
)
Σινασσ.
2. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν προϊόν ή απομεινάρι της ενέργειας του ρ.
ό.π.τ.
:
αποσινάδι
(απομεινάρι κοσκινίσματος)
Σινασσ.
πελεκάδι
(πελεκούδι)
Σινασσ.
τυλιγάδι
(τουλούπα για γνέσιμο μαλλιού)
Ανακ.
Πβ.
-ίδι :3, Συνών.
-ούδι :1