ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-άδι (επίθμ.) -άδι [ˈaði] Ανακ., Κίσκ., Σινασσ., Φάρασ. -άθι [ˈaθi] Σινασσ. -άι [ˈai] Σινασσ. -άδ' [að] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. -άρ' [ar] Αραβαν., Γούρδ. -άγ̑' [aʝ] Αξ. Από το αρχ. υποκορ. επίθμ. -άδιον. Η απώλεια της υποκορ. σημ. ήδη μεταγν.
1. Μετoνομ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. που στην σημ. τους περιλαμβάνεται χαρακτηριστικό ή ιδιότητα που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη ό.π.τ. : αδράδι (χοντρό άχυρο) Ανακ. εγελάδι (αγελάδα) Φερτάκ. κεράδι (κηρήθρα) Μαλακ., Σινασσ. μαυράδι (είδος μαύρου θάμνου) Μισθ., Φλογ., Αξ. ουράδι (ουρά) Φάρασ. προσκεφαλάδι (μαξιλάρι) Φλογ. τσιλιγάδι (αράχνη) Αραβαν., Γούρδ. Συνών. -άδα :1, -ανός, -άρης, -άρι, -άς, -ερός :1
β. Για την προσαρμογή τουρκ. δανείου ό.π.τ. : καβάδι (καβάδι ) Τελμ. μπουλάδι (πλαγιά βουνού ) Σινασσ.
2. Μεταρρημ. επίθμ. για τον σχηματ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν προϊόν ή απομεινάρι της ενέργειας του ρ. ό.π.τ. : αποσινάδι (απομεινάρι κοσκινίσματος) Σινασσ. πελεκάδι (πελεκούδι) Σινασσ. τυλιγάδι (τουλούπα για γνέσιμο μαλλιού) Ανακ. Πβ. -ίδι :3, Συνών. -ούδι :1