μιτσίκκος
(επίθ.)
μιτσίκ-κος
[miˈtsikkos]
Αφσάρ., Σατ., Φάρασ.
μιτσ̑ίκκο
[miˈtʃiko]
Αραβαν., Ουλαγ.
μιτσίκκου
[miˈtsiku]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μουτσούκκο
[muˈtsuko]
Φάρασ.
μουτζ̑ούκκου
[muˈdʒuku]
Φάρασ.
μίτσικ-κο
[ˈmitsikko]
Φάρασ.
μίτσ̑ικκο
[ˈmitʃiko]
Ουλαγ., Σεμέντρ., Σινασσ.
μίτζικκο
[ˈmidziko]
Σινασσ., Φάρασ.
μίτσικκου
[ˈmitsiku]
Μισθ.
μούτσικκος
[ˈmutsikus]
Σίλ.
μούτσ̑ικκους
[ˈmutʃikus]
Σίλ.
μούτσουκκους
[ˈmutsukus]
Σίλ.
Πληθ.
μούτσικουροι
[ʹmutsikuri]
Σίλ.
Από το μεσν. επίθ. μιτσός = μικρός και το παραγωγ. επίθμ. -ίκκο ή -ούκκο (Ανδριώτης 1948: 42).
1. Μικρός, νεαρός σε ηλικία
ό.π.τ.
:
Τράν’σεν ένα μίτσ̑ικκο φσ̑άχ'
(Είδε ένα μικρό παιδί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τα μιτσίκκα μου τα χρόνε έζησά τα 'ντάμα σας σερπέσε σα ρουσ̑ία τζ̑αι σα παγάνε 'νάμεσα
(Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μαζί σας ελεύθερα στα βουνά και στα φαράγγια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
'γώ είμαι μέγο, συ είσαι μουdζ̑ούκκο· κατεβάσω σένα σο κ͑ουγί
(Εγώ είμαι μεγάλος, εσύ είσαι μικρόσωμος· θα κατεβάσω εσένα στο πηγάδι)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Του παρεδούται μιτσίκ-κο, παίρει μαχτσούμι· του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (δηλ. αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα˙ αυτός που παντρεύεται σε μεγάλη ηλικία δεν αποκτά απογόνους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το ψωμί ένι του μέγο, το νερό ἐν’ ντoυ μιτσίκ-κο
(Το ψωμί είναι του μεγάλου, το νερό είναι του μικρότερου˙ ο γεροντότερος της οικογένειας έπιανε πρώτος το ψωμί στο οικογενειακό τραπέζι, αλλά νερό μπορούσαν να πιούν ελεύθερα όλοι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Ειδικότ., συχνά με παράλειψη του προσδιοριζόμενου, ο νεότερος ανάμεσα σε μιά ομάδα ανθρώπων ή το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας
ό.π.τ.
:
Το μιτσίκκο το αδελφός είνι κάλι
(Ο μικρότερος αδελφός είναι φαλακρός
)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ήγρεψεν κι το μουτσούκκο κάθεται μοναχός του
(Είδε ότι ο πιο μικρός καθόταν μόνος του
)
Φάρασ.
-Dawk.
«’υρέβω», λε dι το φσ̑όκκο «το μουτσούκκο σου την γκόρη»
(«Ζητάω», λέει το αγόρι «την μικρή σου την κόρη»
)
Φάρασ.
-Dawk.
Το μέγο τουν αδεφός έμπη σο πρώτον τη στρἀτα, ’ς μέσης τουν έμπην σο δεύτερο τη στράτα τζαι το μιτσίκκο αδεφός έμπην σο τρίτο τη στράτα
(Ο μεγάλος αδελφός πήρε τον πρώτο δρόμο, ο μεσαίος πήρε τον δεύτερο δρόμο και ο μικρός αδελφός πήρε τον τρίτο δρόμο
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το σάσι του τζο πρέφτει ν’ ακουστεί στην πεθερά, στον πεθερό τζαι στα φσ̑όκκα του σπιτού, νε στα μιτσίκκα
(Η φωνή της (της νύφης) δεν ΄περεπε να ακουστεί στην πεθερά, στον πεθερό και στα αγόρια του σπιτιού, ούτε στα πιο μικρά
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
γ.
Ειδικότ., το ουδ. συχνά με παράλειψη του προσδιοριζόμενου, το μικρό παιδί ή το μικρό ζώο
ό.π.τ.
:
Σε τα χωρίσου απ’ τα μούτσικκα
(Θα το χωρίσω από τα μικρά (ενν. ζώα)
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σάμου ήμιστιν μιτσίκκα, τσ̑ίπ τα τσ̑οτσ̑ούχα πααίγκαμ' σην εκκλεσία
(Όταν ήμασταν μικρά, όλα τα παιδιά πηγαίναμε στην εκκλησία
)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Μικρός σε μέγεθος, ποσότητα ή ένταση
ό.π.τ.
:
Ήφαριν τζαι ’α μιτσίκκο χαριένι σο μέγα κονdά
(Έφερε και ένα μικρό καζάνι μαζί με το μεγάλο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Είχασ̑ι μούτσ̑ικκα μούτσ̑ικκα μπαρντάχια να γιομώσουσ̑ι νιαρό
(Είχαν μικρά μικρά δοχεία να τα γεμίσουν νερό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έκοψε το μουτσούκκον dου το δαχτύλι
(Έκοψε το μικρό του δάχτυλο)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Μούτσικκη γλώσ-σα
(Μικρή γλώσσα˙ σταφυλή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Το μέγον ντο ψάρι τρω’ το μιτσίκ-κον ντo ψάρι
(το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό˙ ο ισχυρός κατατροπώνει τον κοινωνικά ασθενή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Δευτερεύων, ήσσονος σημασίας
κ.α., Φάρασ.
:
Μιτσίκκο χούι
(Mικρό ελάττωμα)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Μούτσικκη Πάσχα
(Μικρό Πάσχα˙ Τα Χριστούγεννα)
Μιτσίκκου Πάσκας
(Μικρό Πάσχα˙ τα Χριστούγεννα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Μιτσίκ-κα Φώτα
(Μικρά Φώτα˙ η παραμονή των Θεοφανίων)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Μιτσίκ-κον η καθίστρα
(Η δευτερεύουσα πρωτεύουσα˙ το Βερέκι, εν συγκρίσει προς την Καισάρεια)
Φάρασ.
-Ανδρ.