ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθούτσικος (επίθ.) ορτούσκος [orˈtuskos] Τσουχούρ., Φάρασ. ορτούσ̑κο [orˈtuʃko] Αξ. Ουδ. ορτούσκον [orˈtuskon] Φάρασ. Από το επίθ. ορθός και παραγωγ. επίθ. -ούτσικος.
1. Ίσιος Φάρασ. : Ένι πολύ ορτούσκο αντί μανάλι (Είναι ολόισιος σαν μανουάλι) Φάρασ. -Αναστασ. 'ς στράτας τα κάχα είντι ορτούσκα πιτένα (Στις άκρες του δρόμου είναι ολόϊσια πεύκα) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. || Φρ. Έν' ανdί γαλα̈́μ' όρτούσκο (Είσαι ίσιος σαν κοντυλοφόρος˙ Για άνθρωπο ψηλό με καλό παράστημα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ίσιος, ντογρούς, ορθός
2. Πολύ ίσιος Αξ.
3. Το ουδ. ως ουσ., αλήθεια Φάρασ. : || Παροιμ. Äρ να είπω τ' ορτούσκον ντου, θέλ' αν αβγο να γαλτζ̑έψω να φω (Αν πω την αλήθεια, θέλω ένα άλογο να φύγω˙ Αυτός που λέει την αλήθεια γίνεται δυσάρεστος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αληθιώτικος, ορθάδα, ορθός