ορθούτσικος
(επίθ.)
ορτούσκος
[orˈtuskos]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ορτούσ̑κο
[orˈtuʃko]
Αξ.
Ουδ.
ορτούσκον
[orˈtuskon]
Φάρασ.
Από το επίθ. ορθός και παραγωγ. επίθ. -ούτσικος.
1. Ίσιος
Φάρασ.
:
Ένι πολύ ορτούσκο αντί μανάλι
(Είναι ολόισιος σαν μανουάλι)
Φάρασ.
-Αναστασ.
'ς στράτας τα κάχα είντι ορτούσκα πιτένα
(Στις άκρες του δρόμου είναι ολόϊσια πεύκα)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Φρ.
Έν' ανdί γαλα̈́μ' όρτούσκο
(Είσαι ίσιος σαν κοντυλοφόρος˙ Για άνθρωπο ψηλό με καλό παράστημα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ίσιος, ντογρούς, ορθός
2. Πολύ ίσιος
Αξ.
3. Το ουδ. ως ουσ., αλήθεια
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Äρ να είπω τ' ορτούσκον ντου, θέλ' αν αβγο να γαλτζ̑έψω να φω
(Αν πω την αλήθεια, θέλω ένα άλογο να φύγω˙ Αυτός που λέει την αλήθεια γίνεται δυσάρεστος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αληθιώτικος, ορθάδα, ορθός