ακλάδευτος
(επίθ.)
ακλάdευτο
[aˈkladefto]
Μισθ.
Πιθ. σχετίζεται με το μεταγν. επίθ. ἀκλάδευτος = που δεν έχει κλαδευτεί, επειδή σε έναν άγονο ή άδεντρο τόπο δεν υπάρχει κάτι για να κλαδευτεί. Η λ. και στον Πόντ.
Άδεντρος
:
|| Φρ.
Ακλάdευτο κάμbους
(Άδενδρος κάμπος˙ η περιοχή του Μιστίου, επειδή ήταν σχετικά άγονη)
Μισθ.
-Μακρ.
Αντίθ
αγασλίκ