ακιλαντίζω
(ρ.)
ακ͑ι̂λανdίζου
[akʰɯlanˈdizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. akıllanmak, αόρ. akıllandı = βάζω μυαλό, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Βελτιώνομαι, γίνομαι καλός