αιώνια
(επίθ.)
αιγώνια
[eˈɣoɲa]
Ανακ., Αξ., Μαλακ.
Από το αρχ. επίθ. αἰώνιος. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Αιώνια
ό.π.τ.
:
Ως τ' αιγώνια
(Ως τα αιώνια, για πάντα)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 7
'ς πυρ τα αιγώνια
(Εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον! αρά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.