ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αιώνια (επίθ.) αιγώνια [eˈɣoɲa] Ανακ., Αξ., Μαλακ. Από το αρχ. επίθ. αἰώνιος. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Αιώνια ό.π.τ. : Ως τ' αιγώνια (Ως τα αιώνια, για πάντα) Ανακ. -ΙΛΝΕ 7 'ς πυρ τα αιγώνια (Εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον! αρά) Μαλακ. -Τζιούτζ.