αιμώνω
(ρ.)
Αόρ. Παθ.
αιμώθα
[eˈmoθa]
Φάρασ.
Από το πρώιμ. μεσν. ρ. αἱμόω-ῶ, πβ. Ἡσύχ. Α 1971 «αἱμώθη· ᾑματώθη».