αιμαλής
(επίθ.)
όιμαλι̂
[ˈοimalɯ]
Ουλαγ.
Από το oυσ. αίμα, όπου και τύπ. όιμα, και το παραγωγ. επίθμ. -λής , ως απόδοση του τουρκ. επιθ. kanlı = αιματηρός.
Ματωμένος
:
Έπε κι να πά να φέρ' κοριτσ̑ιού τ' το όιμαλι το 'μέτι τ'
(Του είπε να πάει να φέρει το ματωμένο πουκάμισο της κόρης του)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
αιματιάρης