αϊρίχι
(ουσ. ουδ.)
αϊρίχ
[aiˈrix]
Μισθ.
αϊρούχ
[aiˈrux]
Μισθ.
αϊράχι
[aiˈraçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ayrık (otu), όπου και διαλεκτ τύπ. ayrıh.