ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μύρο (ουσ. ουδ.) μύρο [ˈmiro] Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ. μυρόν [miˈron] Ουλαγ. μύρος [ˈmiros] Φάρασ. Γεν. μύρογιου [ˈmiroʝu] Αξ. μυροσογιού [mirosoˈʝu] Τροχ. Από το αρχ. ουσ. μύρον. O τύπ. μύρος μεσν., με μεταπλ. κατά τα σιγμόληκτα ουδ.
Άγιο μύρο ό.π.τ. : Του περαμένογιου το λείψανο σαν το μύρο μύριζε (Το λείψανο του πεθαμένου μύριζε σαν το μύρο) Γούρδ. -Καράμπ. Ότις τζ̑ό 'σ̑ει μύρος, χιτά ο λύκος ΄πο πίσου να ν'dα φά’ (Όποιος δεν έχει μύρο, χυμάει ο λύκος από πίσω να τον φάει) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Οι Τούρτσ̑οι μύρος τζ̑ό 'χουνε, απιδού 'ς την άκρα φοβούνται 'ς το λύκο (Οι Τούρκοι δεν έχουν μύρο, και γι' αυτό φοβούνται από το λύκο) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Φρ. Μυροσογιού το λακκί (Λάκκος του μύρου˙ λάκκος μέσα στην εκκλησία όπου χύνονται τα νερά της κολυμπήθρας μετά την βάφτιση) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Ασμ. Γύρισ' Γιαννάκη μου, ας φιλήσωμεν ας τσιμbήσωμεν
Eγώ δε σμίγω με τον αλλόπιστον το μύρο μου, σκύλο μαγαρισμένο
(Γύρισε πλευρό Γιαννάκη μου, ας φιληθούμε, ας κάνουμε έρωτα
Eγώ δε σμίγω με αλλόπιστη το μύρο μου, σκύλο μαγαρισμένο)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. χριστέλιος