μωρέ
(επιφ.)
μωρέ
[moˈre]
Μισθ., Σινασσ.
μωρ'
[mor]
Αραβαν., Γούρδ.
μαρ'
[mar]
Τελμ.
μερ'
[mer]
Σίλ.
ωρέ
[oʹre]
Μισθ.
Θηλ.
μωρή
[moʹri]
Σινασσ.
μαρή
[maˈri]
Σινασσ.
αρή
[aˈri]
Μαλακ., Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. μωρός. Η χρήση σε κλητ. πτώση ως προσφώνηση ήδη μεσν. Πβ. και δάνειους τύπ. mori και more στην παλαιότ. τουρκ. (Tietze 2019, λ. mori/ more/ muri).
Οικεία ή και αγενής κλητική προσφώνηση
ό.π.τ.
:
Μωρ' κόρισ̑'
(Μωρέ κορίτσι!)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αρή νύφ’
(Μωρέ νύφη!)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Καλημέρα, μερ' παπά μου
(Καλημέρα, καλέ παπά μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αλήθεια, μαρή, τι να ποίκωμ’ αδαρά; Απ’ εδώ μασ̑αίρ’ απ’ εκεί κρεμός
(Αλήθεια, φιλενάδα, τι θα κάνουμε τώρα; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Μαρή, αν έσ̑εις παράδια δώσ’ με δανεικά
(Καλέ, αν έχεις χρήματα δώσε μου δανεικά)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Ε τσι τις χάρηκι μωρέ τσι συ
(Ε και ποιος χάρηκε μωρέ κι εσύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Aμάν μωρέ, ικείνου κλαψάρ' 'νι
(Αμάν μωρέ, εκείνος είναι κλαψιάρης)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Άϊ μωρέ, α πάου να ρανήσου
(Άντε μωρέ, θα πάω να κοιτάξω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ωρέ καλά 'ντι, τσ̑όκ γκιουζέλ, λε
(Μωρέ καλά είναι, πολύ ωραία, λέει)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Ασμ.
Σ'κούνται και εκείνα, μαρ' εκείνα, κι έρχονται εκείνα σο βασιλιό
((Σηκώνονται και εκείνοι, μωρέ εκείνοι, κι έρχονται στο βασιλιά))
Τελμ.
-Αινατζ.
Σύρε, μωρή μου σκύλα, σκυλαρμένισσα,
Δεν δίνω εγώ την φώτ’σιν μου ’ς την Τούρκα (Φύγε, μωρέ σκύλα, σκύλα Αρμένισσα,
Δεν δίνω εγώ την φώτισή μου στην Τουρκάλα) Σινασσ. -Lag. Χάιdι σκαμάτε, μερ’ γουζιά μου,
οπ’ μένα άλλου μεφά ρεν έν̑ι (Άντε φύγετε, βρε αρνάκια μου,
για μένα δεν υπάρχει πια σωτηρία) Σίλ. -Κωστ.Σ.
Δεν δίνω εγώ την φώτ’σιν μου ’ς την Τούρκα (Φύγε, μωρέ σκύλα, σκύλα Αρμένισσα,
Δεν δίνω εγώ την φώτισή μου στην Τουρκάλα) Σινασσ. -Lag. Χάιdι σκαμάτε, μερ’ γουζιά μου,
οπ’ μένα άλλου μεφά ρεν έν̑ι (Άντε φύγετε, βρε αρνάκια μου,
για μένα δεν υπάρχει πια σωτηρία) Σίλ. -Κωστ.Σ.