μυρωδιά
(ουσ. θηλ.)
μυρωδιά
[miroʹðʝa]
Ποτάμ.
μυρωριά
[miroˈrʝa]
Αραβαν., Γούρδ.
μυρουντιά
[miruˈdʝa]
Μισθ.
μυρουριά
[miruˈrja]
Σίλ.
μυρυδιά
[miriˈðʝa]
Μαλακ., Φλογ.
μυρυριά
[miriˈrʝa]
Σίλ.
μουρουδία
[muruˈðia]
Φάρασ.
μουρουdιά
[muruˈdʝa]
Αξ.
μυρουζιά
[miruˈzʝa]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. μυρωδία. O τύπ. μυρουζιά με επίδρ. του ρ. μυρίζω. Ο τύπ. μουρουδία με υποχωρητ. αφομ.
1. Μυρωδιά
ό.π.τ.
:
Απ’ του πουλιού τη φωνή, απ’ του νερού το πορπάτημα, απ’ του λουλουδιού τη μυρωδιά δεν μπόρισκαμ’ να καθήσομ’ σα σπίτια μας μέσα
(Από του πουλιού την φωνή, από του νερού το κελάρυσμα, από του λουλουδιού την μυρωδιά δεν μπορούσαμε να καθήσουμε μέσα στα σπίτια μας)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
To σκυλί ας πατσημάτ' το μυρωριά ηύρε τα χαμένα παιριά
(Το σκυλί από την μυρωδιά των πατημασιών τους βρήκε τα χαμένα παιδιά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Έρoυvdαι τά ντέβια, παίρ'νε μουρουdιά
(Έρχονται οι δράκοι, παίρνουν μυρωδιά, δηλ. οσμίζονται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Παίρου μυρουζιά
(Παίρνω μυρωδιά, οσμίζομαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πήρε τη μουρουδίαν του τζ̑αι χεμέν ήρτε σο θύριν μπρό
(Το μυρίστηκε και αμέσως ήρθε μπροστά στην πόρτα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τα σέτ’ρα τα σερνικά τ’ άβγα, τούς παίρουνε μουρουδία τσ̑αι πάνε ΄ς άβγα μας;
(Τα δικά σας αρσενικά άλογα πώς οσμίζονται και έρχονται στα δικά μας τα (θηλυκά) άλογα;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Μουρουδίαν τζ̑ο παίρω
(Δεν παίρνω μυρωδιά˙ δεν αντιλαμβάνομαι τίποτα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
2. Mυρωδικό
Σίλ.
:
Σε σέκουμ' μυρουριές 'ς του φάημα
(Θα βάλουμε μυρωδικά στο φαγητό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.