ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μυξιάρης (επίθ.) μυξιάρης [miˈksçaris] Γούρδ. μυξιάρ' [miˈksçar] Μισθ., Σινασσ. μυξα̈́ρ' [miˈksær] Μισθ. μυξάρ' [miˈksar] Μαλακ., Μισθ. μυξιέρη [miˈksieri] Φάρασ. μυξ̑έρ' [miˈkʃer] Αξ., Αραβαν. Νεότ. ουσ. μυξιάρης (Λεξ. Σομ. λ. moccicone), το οπ. από το ουσ. μύξα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Μυξιάρης, συνήθ. ως μειωτ. προσφώνηση ό.π.τ. : Είδιες τη τη μυξιάρ' Πατσούκα; Πήγεν στην Πόλ' και 'νότον άνθρωπος (Την είδες την μυξιάρα την Πατσούκα; Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε άνθρωπος) Σινασσ. -Τακαδόπ. Ένα μικρό μυξα̈́ρ' σι ξέριξα (Ένα μικρό μυξιάρικο σε ήξερα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.