μυξιάρης
(επίθ.)
μυξιάρης
[miˈksçaris]
Γούρδ.
μυξιάρ'
[miˈksçar]
Μισθ., Σινασσ.
μυξα̈́ρ'
[miˈksær]
Μισθ.
μυξάρ'
[miˈksar]
Μαλακ., Μισθ.
μυξιέρη
[miˈksieri]
Φάρασ.
μυξ̑έρ'
[miˈkʃer]
Αξ., Αραβαν.
Νεότ. ουσ. μυξιάρης (Λεξ. Σομ. λ. moccicone), το οπ. από το ουσ. μύξα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Μυξιάρης, συνήθ. ως μειωτ. προσφώνηση
ό.π.τ.
:
Είδιες τη τη μυξιάρ' Πατσούκα; Πήγεν στην Πόλ' και 'νότον άνθρωπος
(Την είδες την μυξιάρα την Πατσούκα; Πήγε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε άνθρωπος)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ένα μικρό μυξα̈́ρ' σι ξέριξα
(Ένα μικρό μυξιάρικο σε ήξερα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.