ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μύλος (ουσ. αρσ.) μύλος [ˈmilos] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φλογ. μύλο [ˈmilo] Ουλαγ., Σεμέντρ., Φλογ. μύλους [ˈmilus] Μισθ., Σίλ. μύλου [ˈmilu] Μαλακ. μύγους [ˈmiɣus] Αφσάρ. μύος [ˈmios] Κίσκ., Φκόσ. μύους [ˈmius] Αφσάρ., Φάρασ. μύου [ˈmiu] Αφσάρ., Κίσκ. Πληθ. μύλοζγια [ˈmilozʝa] Αραβαν., Σίλατ. μύλους [ˈmilus] Σίλατ. μύλ'ς [mils] Αξ. μυλούζια [miˈluzʝa] Μισθ. μύλουα [ˈmilua] Μισθ. μύα [ˈmia] Κίσκ. Από το μεταγν. ουσ. μύλος.
1. Μύλος ό.π.τ. : Μύλου τ' χαγιά (Πέτρα του μύλου, μυλόπετρα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μύου το θάλι (Μυλόπετρα) Φάρασ. -Dawk. Μυλιού τ͑έρ’ (Πέτρα του μύλου, μυλόπετρα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ’λευρού μύος (Αλευρόμυλος, νερόμυλος για την άλεση σιτηρών) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Παιρπαίνω το γουμάρ' στο μύλο (Πηγαίνω το φόρτωμα στο μύλο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ήτουν α νομάτ’ σο παλό το ζαμάνι, είσ̑ιν α μύγους (Ήταν ένας άνθρωπος τον παλιό καιρό, που είχε ένα μύλο) Αφσάρ. -Dawk. Χέκνουν ντo 'ζ μυλιού το τ͑εκνέ κι αλέζουν ντο (Τον βάζουν στου μύλου τη σκάφη και τον αλέθουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να πάου σου μύλους να μποίκου αλεύιρ (Θα πάω στο μύλο να κάνω αλεύρι) Μισθ. -Κοτσαν. Ποίκαν ντα τελέφι τσ̑αι κόν'σαν ντα σου μυού τον ντερέ (Τον έσπασαν στο ξύλο και τον έρριξαν στο ρέμα του μύλου) Φάρασ. -Παπαδ. Α φουqαρέας πήνι ατζ̑εί σο νομάτη, σου μυού ντον αφτένdη (Ένας φτωχός πήγε σ' εκείνο τον άνθρωπο, στον αφέντη του μύλου) Αφσάρ. -Dawk. Και πήγεν, και ηύρεν το μύλος, και σέμbην απέσω (Και πήγε, και βρήκε το μύλο, και μπήκε μέσα) Τελμ. -Dawk. Nτα μύλουα γαπάτσα ντα, αφήκαν μόνου μεγάλα κρατικά μύλουα για να μπορούν να κλέβ'νι γιαυτoί τ'νι (Τους μύλους τους έκλεισαν, άφησαν μόνο μεγάλους κρατικούς μύλους για να μπορούν να κλέβουν για τους εαυτούς τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πηάγαν ατιά, στάθανε σου μυού την ασ̑ότην τζ̑αι στάθ’ ο μύος (Πήγαν εκεί, έκατσαν στο αυλάκι του μύλου και σταμάτησε ο μύλος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πήγεν σου ντερέ το μύο, δέβασεν του μύου το θάλι σο γουργούριν ντου (Πήγε στον μύλο της κοιλάδας, πέρασε την μυλόπετρα στον λαιμό της) Φάρασ. -Dawk. Σο κάτζ̑ι ’νάμεσα βγαίνκινι έινα νερό, ’υρίσκινι α μύος (Στα βράχια ανάμεσα έβγαινε ένα νερό, γύριζε ένα μύλο) Κίσκ. -ΚΜΣ-ΚΠ376 Σάνομε άλεσμα, παιρπαίνομε σο μύλο, φερίσ̑κομε το αλεύρι σο σπίτ’ (Φτιάχνουμε το άλεσμα, το πηγαίνουμε στον μύλο, φέρνουμε το αλεύρι στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Πήγεν σου ντερέ το μύο, δέβασεν του μύου το θάλι σο γουργούριν ντου (Πήγε στον μύλο της κοιλάδας, πέρασε την μυλόπετρα στον λαιμό της) Φάρασ. -Dawk. Πιάνιξις ντα τσουβάλια σ', κόνουνις ντα σου μύλου μέσ’, ε, εκείνου άλεζι ντα σε μία ώρα (Έπαιρνες τα τσουβάλια σου, τα άδειαζες μέσα στο μύλο, ε, εκείνος τα άλεθε σε μία ώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Σο νά ’ρτ’νε ντιαβόλ’ ασ’ το μύλο φάισεν dο (Ώσπου νά ’ρθουν οι διάβολοι από τον μύλο τον έδερνε˙ για άγριο ξυλοδαρμό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. O καλός ο μύλος ό,τι βρει αλέθει (Ο καλός ο μύλος ό,τι βρει αλέθει˙ για όσους μπορούν να φάνε οτιδήποτε) Σινασσ. -Αρχέλ. Το μύλο τ’ αλέζ̑’ (Ο μύλος του αλέθει˙ το ίδιο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σο μύλο μαίν’ και τιρί βγαίν’ (Στον μύλο μπαίνει και ακέραιος (ζωντανός) βγαίνει˙ για τους ικανούς και πολυμήχανους ανθρώπους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Παροιμ. Ο μύο να κώθει μαναχός του (Ο μύλος να γυρίζει μοναχός του˙ πρέπει να δουλεύει το μυαλό μας και να μην περιμένουμε άλλους να μας τα εξηγήσουν όλα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Με το να κονώεις λερό το μύλος ντε γυρίσ̑' (Με το να χύσεις νερό ο μύλος δεν γυρίζει˙ για να επιτευχθεί κάτι χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια) Αραβαν. Μο του 'α κουπώσ' σο μύο νερό, ο μύος τζ̑ο κώθει (Με το που θα χύσεις στο μύλο νερό, ο μύλος δεν γυρίζει˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πήγες σο μύλο μ' κι άσπρισες τα μαλλιά σ'; (Μήπως πήγες στο μύλο κι άσπρισες τα μαλλιά σου;˙ Λέγεται για ηλικιωμένους που δείχνουν απειρία) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα μαλλιά μου στο μύλο ντεν τ' άσπρισα (Τα μαλλιά μου δεν τα άσπρισα στο μύλο˙ έχω πείρα της ζωής) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Στο τζουβάλι τον έβαλαν, στον μύλον τον παγαίνουν
Άλεσε, μύλο μου, άλεσε αλεύρ’ αιματωμένον
(Στο τσουβάλι τον έβαλαν, στον μύλο τον πηγαίνουν
Άλεσε, μύλε μου, άλεσε αλεύρι ματωμένο)
Σινασσ. -Lag.
Σο τσουβάλι τον έβαλε και στο μύλο τον πέγασε
Άλεσε, μύλο μ’, άλεσε του κούρβας τα καμούκια
(Στο τσουβάλι την έβαλε και στον μύλο την πήγε
Άλεσε, μύλε μου, άλεσε της πόρνης τα κόκκαλα)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
2. Κοπτήριο Φάρασ.