ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μϋχρά (ουσ. ουδ.) μϋχρά [myˈxra] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. mühre = α) σφαιρίδιο β) στιλβωτικό εργαλείο γ) σφυρί δ) χάντρα ε) κοχύλι στ) σκλήρυνση του δέρματος (ρόζος ή κακκάδι πληγής), όπου και διαλεκτ. τύπ. muhra = παράσιτο των βοοειδών (THADS, λ. muhra II).
Ίονθος, παράσιτο που ζει κάτω από το δέρμα βοοειδών Πβ. γιαφσάκος :4