μϋχρά
(ουσ. ουδ.)
μϋχρά
[myˈxra]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. ουσ. mühre = α) σφαιρίδιο β) στιλβωτικό εργαλείο γ) σφυρί δ) χάντρα ε) κοχύλι στ) σκλήρυνση του δέρματος (ρόζος ή κακκάδι πληγής), όπου και διαλεκτ. τύπ. muhra = παράσιτο των βοοειδών (THADS, λ. muhra II).
Ίονθος, παράσιτο που ζει κάτω από το δέρμα βοοειδών
Πβ.
γιαφσάκος :4