ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μυχρά (ουσ. ουδ.) μϋχρά [myˈxra] Μισθ. Aπό το τουρκ. ουσ. mühre = α) σφαιρίδιο β) στιλβωτικό εργαλείο γ) σφυρί δ) χάντρα ε) κοχύλι στ) σκλήρυνση του δέρματος (ρόζος ή κακκάδι πληγής), όπου και διαλεκτ. τύπ. muhra = παράσιτο των βοοειδών.
Ίονθος, παράσιτο που ζει κάτω από το δέρμα βοοειδών Πβ. γιαφσάκος :4, οκρά
Τροποποιήθηκε: 24/04/2025