οτεπερίς
(ουσ. ουδ.)
Αρσ.
οτ͑επερής
[otʰeˈperis]
Φάρασ.
Πληθ.
οτ͑επερίδε
[otʰepeˈriðe]
Φάρασ.
οτ͑επερίδα
[otʰepeˈriða]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
'τεπερίδα
[tepeʹriða]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. öteberi = ασήμαντα πράγματα.
1. Μικροπράγματα, διάφορα πράγματα, πραμάτειες
:
Πή'ν 'ς Αφσ̑άρι να πουλήσει λέικ-κα οτ͑επερίδα, γουμάσ̑α, γιασμάδα, π͑ισ̑ταμπάλα, μαχαράδα, βιόνα
(Πήγε (ενν. ο γυρολόγος) στο Αφσάρι να πουλήσει λίγα ψιλοπράματα, υφάσματα, γιασμάδες, ποδιές, κουβαρίστρες, βελόνια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Είσ̑εν 'πέσου σάτσε, χαριένε, τέστε, αυτό, πουά οτεπερίδε
(Είχε μέσα (ενν. η σπηλιά) πιάτα, καζάνια, πιθάρια, αυτό, πολλά αντικείμενα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Προμήθειες, εφόδια
ό.π.τ.
:
Ο Έι Δηρμήτης ήρτεν, χαζιρλατίστε τα οτ͑επερίδα σας, να φάτι το σ̑ειμό
(O Οκτώβριος ήρθε, ετοιμάστε τις προμήθειές σας (για να έχετε) να φάτε το χειμώνα)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Γέμουσανι τη γωνία τουν, τα τεπερίδα τουν, να ψήσουν να φάνι να δεβάσουν το σ̑ειμό
(Γέμισαν την αποθήκη τους, τις προμήθειές τους, να μαγειρεύουν να τρώνε, να περάσουν τον χειμώνα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ερ να νάρτουμι σο ζόρι, παίρουμι τελεφώνι τσαι φερίνουν τα σο σπίτι τα τεπερίδα
(Αν βρεθούμε σε δυσκολία, παίρνουμε τηλέφωνο και τα φέρνουν στο σπίτι τα πράγματα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
’γώ ροθύμ’σα τα κορ’τσ̑όκκα, χαζιρλάτει λιά’α τεπερίδα να υπάου ντα γιοχλατίσου
(Εγώ πεθύμησα τις κορούλες μας, ετοίμασε λίγες προμήθειες να πάω να τις χαιρετίσω)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Τροποποιήθηκε: 15/07/2025