οτεπερίς
(ουσ. ουδ.)
Αρσ.
οτ͑επερής
[otʰeˈperis]
Φάρασ.
Πληθ.
οτ͑επερίδε
[otʰepeˈriðe]
Φάρασ.
οτ͑επερίδα
[otʰepeˈriða]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. öteberi = ασήμαντα πράγματα.
1. Μικροπράγματα, διάφορα πράγματα, πραμάτειες
:
Πή'ν 'ς Αφσ̑άρι να πουλήσει λέικ-κα οτ͑επερίδα, γουμάσ̑α, γιασμάδα, π͑ισ̑ταμπάλα, μαχαράδα, βιόνα
(Πήγε (ενν. ο γυρολόγος) στο Αφσάρι να πουλήσει λίγα ψιλοπράματα, υφάσματα, γιασμάδες, ποδιές, κουβαρίστρες, βελόνια)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
2. Προμήθειες, εφόδια
:
Ο Έι Δηρμήτης ήρτεν, χαζιρλατίστε τα οτ͑επερίδα σας, να φάτι το σ̑ειμό
(O Οκτώβριος ήρθε, ετοιμάστε τις προμήθειές σας (για να έχετε) να φάτε το χειμώνα)
Φάρασ.
-Ιορδαν.