οσούρι
(ουσ. ουδ.)
οσ̑ούρ
[oˈʃur]
Μαλακ., Φλογ.
ο̈σ̑ΰρ
[øˈʃyr]
Αξ.
Πληθ.
οσ̑ούρια
[oˈʃurʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. öşür = φόρος της δεκάτης.
Φόρος της δεκάτης, φόρος των σιτηρών
ό.π.τ.