οσούρι
(ουσ. ουδ.)
οσούρι
[oʹsuri]
Φάρασ.
οσ̑ούρ'
[oˈʃur]
Μαλακ.
ο̈σ̑ΰρ'
[øˈʃyr]
Αξ., Φλογ.
ουσούρ'
[uʹsur]
Τσαρικ.
Πληθ.
οσ̑ούρια
[oˈʃurʝa]
Μαλακ.
ο̈σ̑ΰρια
[øˈʃyrʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. öşür = φόρος της δεκάτης.
Φόρος της δεκάτης, φόρος της αγροτικής συγκομιδής
ό.π.τ.
:
Καρυδού το οσούρι
(Φόρος των καρυδιών, 10%)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τροποποιήθηκε: 14/07/2025