όσο
(επίρρ.)
όσον
[ʹoson]
Αξ., Τελμ., Φλογ.
όσο
[ʹoso]
Αραβαν., Σινασσ.
όσουν
[ʹosun]
Σίλ.
όσου
[ʹosu]
Σίλ.
'σον
[son]
Αραβαν., Φάρασ.
'σουν
[sun]
Μισθ.
ον
[on]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
όσα
[ʹosa]
Μισθ., Φλογ.
Από το αρχ. επίρρ. ὅσον, ουδ. της αντων. ὅσος. O τύπ. 'σον μεσν. O τύπ. όσα με το επιρρηματ. παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Αόριστο αναφορικό επίρρημα που δηλώνει ποσότητα, όσο
ό.π.τ.
:
Όσουν dούτο 'ναι μέγα
(Είναι μεγάλο όσο αυτό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ' αστενάρ' όσον γκαι πάινει και βαρυνίσ̑κ'
(Ο άρρωστο όσο πάει και χειροτερεύει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντώ τα γιαβρούμ, ντώ τα, γάλια αφήνιτα σα χωράφια ας μέσα, ντώτα τώρα όσα βρίχιτ' μπαχαλούϊα ουτσ̑ούζια
(Δώσ' τα παιδί μου, δώσ' τα, προσέξτε μην τα αφήνετε στα χωράφια σας μέσα, δώσ' τα τώρα όσο βρείτε, ακριβά-φτηνά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Όσουν μποιο
(Όσο ποιο˙ ως πού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Όσουν παίν'
(Όσο πηγαίνει˙ Βαθμηδόν)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Όσον γκαι παίν'
(Όσο και πηγαίνει˙ Βαθμηδόν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ο κονdός όσο έν' απάνω ασ' την γη, άλλο τόσο και κάτω
(Ο κοντός άνθρωπος όσο ύψος έχει πάνω από την γη, άλλο τόσο και κάτω από αυτήν˙ για την πονηριά των κοντών)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα κορίτσ̑α είναι κριάτα, όσο στέκνουν βριμίζουνε
(Τα κορίτσια είναι σαν τα κρέατα, όσο περισσότερο μένουν βρωμίζουν˙ οι κοπέλες πρέπει να παντρεύονται μικρές, πριν μαραθούν τα νιάτα τους)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Κουφοριού το χύρα όσο γκρεύεις κρούε το
(Του κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα την˙ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα· για μάταιες προσπάθειες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κουφοριού το χύρα όσο γκρεύεις κρούε το
(Του κουφού την πόρτα όσο θέλεις χτύπα την˙ Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Όσο και πίνεις ατζί γιλάτσι, άσον εκείνο το στόμα σ’ γλυκιανίσκει
(Όσο πικρό κι αν είναι το φάρμακο που πίνεις, από αυτό γλυκαίνει το στόμα σου˙ Κάτι μπορεί να είναι δύσκολο ή δυσάρεστο, αλλά μακροπρόθεσμα ωφέλιμο)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
άτσοντο :4, καντάρ :1
β.
Σε συνδυασμό με το καν εισάγει αναφορικές παραχωρητικές προτάσεις
Σίλ.
:
Όσο κι αν με γκρέψιτ', το ζαχμέσ̑' σας να χάητ'
(Όσο κι αν με γυρέψετε, τον κόπο σας θα χάσετε
)
Αραβαν.
-Φωστ.
Όσο τσι να φάει ντε χορτανίξ'
(Όσο και να φάει δεν χορταίνει
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Όσουν καν ήρτι οπ' του σ̑έρι μου
(Όσο τυχόν περνούσε απ' το χέρι μου, όσο τυχόν μπόρεσα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Ποσοτικό επίρρημα, περίπου
Σίλ., Φάρασ.
:
Όσουν τους γιακόσοι
(Περί τους διακόσιους)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πάνου μας έρχουνται 'σον δύο σ̑ίλε ασκέροι
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
άντζακ, καντάρ :4
β.
Ως ομοιωματικός σύνδ., όπως, σαν
ό.π.τ.
:
Τα μέσα μ' έν-ναν μαύρα 'σον το πίσσα ασ' το έφαγα το ξύλο
(Η μέση μου έγινε μαύρη σαν τη πίσσα από το ξύλο που έφαγα
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'σουν ντ' οβγό κουκούι
(χαλάζι σε μέγεθος αυγού
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έπισιν αζγ̇ίν 'σουν ντ’ οβγό
(Έπεσε (ενν. το χαλάζι) πολύ μεγάλο σαν το αβγό
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'σον εσένα άρωπο ντεν είρα
(Σαν εσένα άνθρωπο δεν έχω δει
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Άντσ̑αχ 'σουν ατό τσ̑όδουν
(Περίπου σαν αυτό, περίπου τόσο ήταν
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ον εσέ ντέ 'ναι
(Σαν και εσένα δεν υπάρχει
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ετό το παιρί ον το παρήγγειλαν έπ'κεν το
(Αυτό το παιδί όπως το συμβούλεψαν έκανε
)
Αραβαν.
-Φωστ.
Εκού έν’ ένα γιόρο ον εμέ
(Εκεί είναι ένας γέρος σαν εμένα
)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
|| Φρ.
Το καργιά μ' ον το περεστέρ' πετάν'
(Η καρδιά μου σαν το περιστέρι πετάει
˙
έχω ταχυπαλμία)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σον το γουδούσ̑' το σ̑κυλί μη ντάκνεις
(Σαν το λυσσασμένο σκυλί μη δαγκώνεις
˙
Μην είσαι γκρινιάρης ή κακός άνθρωπος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
3. Ως χρονικός σύνδεσμος
β.
Δηλώνει το σύγχρονο, όσο, όση ώρα
:
Όσο μαινοβγαίνω και θωρώ τα τουζένια τ', τα φυλλάδε τ', τ' άργατά του, ούλο γαρσιού μ' έρχεται
(Όσο μπαινοβγαίνω και βλέπω τα πράγματά του, τα βιβλία του, τις δουλειές του, όλο έρχεται μπροστά μου, ενν. στο μυαλό μου
)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Τον πεθαμένο όσο κείτον σο σπίτσι το φυλάγαμε πολύ σα τα μάκια μας, να μην το ατλαντίσει η γάτα
(Τον πεθαμένο όσο ήταν στο σπίτι τον φυλάγαμε πολύ σαν τα μάτια μας, να μην τον διασκελίσει η γάτα
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ετό όσο λέιξεν "qα, qa", κατεβάσαν ντο
(Αυτός όσο αυτός έλεγε "κα, κα», τον κατέβασαν
)
Σίλατ.
-Dawk.
'σον γκαι ψελών' ψελιανίσ̑κ'
(Όσο ψηλώνει, αδυνατίζει
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Όσο να έρτουν στράτα τραγώδαναν
(Όσο προχωρούσαν στον δρόμο, τραγουδούσαν
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ον είστε ιδρωμένα, μη πίνιτ' παγωμένο νερό
(Ενώ είστε ιδρωμένοι, μην πίνετε κρύο νερό
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Το βόρ' ον έν' μικρό λέν το ταυρί
(Το βόδι όταν είναι μικρό το λένε ταυρί
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Δεν ξεύριτε τσίγαλ’ όμορφα παίζουμ’ νύχτα ον φέγγει το φεγγάρ’
(Δεν ξέρετε πόσο όμορφα παίζουμε την νύχτα, όταν φέγγει το φεγγάρι
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
|| Παροιμ.
Όσο ανακατώνεις την πόρεψη βρωμά
(Όσο ανακατώνεις τον απόπατο βρωμά
˙
όταν εμπλέκεται κανείς σε βρώμικες υποθέσεις ανακαλύπτονται όλο και χειρότερα σκάνδαλα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
γ.
Δηλώνει το προτερόχρονο όταν, μόλις
:
Το παιδί όσον γκι είδεν τσ̑ην, επήρε τσ̑ην με τα καϊγέδια
(Το παιδί μόλις την είδε, την πήρε με τις πέτρες
)
Τελμ.
-Dawk.
Πατισ̑άχος επήγεν και, όσον είδεν το σεράιχ, εσ̑άισεν
(Ο βασιλιάς πήγε και, μόλις είδε το παλάτι, σάστισε
)
Τελμ.
-Dawk.
Σον γετ-τίσ̑' το βαdέ τ'
(Όταν έρθει η ώρα του να πεθάνει
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ον πήγα
(Όταν πήγα
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ον γεννήεις
(Όταν γεννήσεις
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ο Μιχάλης ον κάχεται να φάγει, βαΐν' τ' αγκώνα τ' απάνω σο μάσα
(Ο Μιχάλης όταν κάθεται να φάει, ακουμπάει τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Ογώ ομ πάω σόγνα
(Εγώ αφού πάω κι έπειτα
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ον μας φωτσίζ' έχουμ' μέρα και ον χάνεται έχουμ' νύχτα
(Όταν μας φωτίζει έχουμε μέρα και όταν χάνεται έχουμε νύχτα, ενν. ο ήλιος
)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Παραγειλίσ̑κει το τζιφτζ̑ή, όσο να διεί αλλαγιμιά 'μαυτούτ' το πρόσωπο, σ' κάνα με τα λέει
(Διατάζει τον αγρότη, όταν ξαναδεί το ίδιο πρόσωπο, σε κανέναν να μην το πει
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
δ.
Ακολουθούμενο από το να, δηλώνει το υστερόχρονο, μέχρι να
:
Ανοιξέτ' κι όσο να έρτουν, ας μω
(Ανοίξτε, και μέχρι να φτάσουν, ας μπω
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Όσο να καβουστίσουν κάμαρες τ’ αραλίχια άσπρα κουφέκια
(Μέχρι να σκεπάσουν τις χαραμάδες στις καμάρες με άσπρη ελαφρόπετρα
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Όσο να φέρω τη βρούλα, έκλεψαν τα ψάρια ούλα
(Mέχρι να φέρω τη φωτιά, έκλεψαν όλα τα ψάρια
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Λάμιξαν 'σουν να βραΰσ'
(Όργωναν μέχρι να βραδυάσει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπαμπάς μου όσο νάρθει α σην Κιλικία τι τρόμους τράβειναμ’!
(μέχρι να επιστρέψει ο μπαμπάς μου από την Κιλικία, τι φόβο τραβούσαμε!
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Όσο να υπάς, μη τα τρανάς
(Μέχρι να φτάσεις, μην τα κοιτάς
)
Γούρδ.
-Dawk.
Ούλο με το άλια ένα χρόνος φουρών' όσο να γεννήσ̑', να qουλτώσ̑'
(Όλο με το νυφικό πέπλο, για ένα χρόνο, ντύνεται, μέχρι να γεννήσει, να ελυθερωθεί
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Όσα να τελειώσ̑' Λουτουργιά, νύφ' στέκνει σο γυναικωνίτ' και γαμπρός στέκνει σο θρόνο ομπρό
(Μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, η νύφει στέκται στο γυναικωνίτη και ο γαμπρός στέκεται μπροστά στο δεσποτικό θρόνο
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Κλώισ̑καν το τοκάν’, όσο να βγει το γέλμα ’σ’ τα τίτα, τα άχυρα
(Έσερναν κυκλικά την δοκάνα, μέχρι να ξεχωρίσει το σιτάρι απ' τα τέτοια, τα άχυρα
)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Μ’ ένα ξουράφι χαράζισκαμ’ το μέτωπο όσο να βγει όιμα
(Μ' ένα ξυράφι χαράζαμε το μέτωπο μέχρι να βγει αίμα
)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
4. Εάν
Ουλαγ.
:
Ον έρτεις, να χιωρήεις
(Εάν έρθεις, θα δεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ον έρτεις έπε, να πάμ’ έπε
(«Αν έρθεις», είπε, «θα πάμε» είπε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ανοιξε dο τύρα· ον κλάσω, σακώνω το
(Άνοιξε την πόρτα· αν κλάσω, θα την σπάσω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ον έρτεις το σπίτ', ό,τι κρες να σε ντέκω
(Αν έρθεις στο σπίτι, θα σου δώσω ό,τι θέλεις)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ντο χατέμ γιουσούκ ον dο ντέκεις εμέ, να σε βγάλω
(Αν μου δώσεις το δαχτυλίδι, θα σε βγάλω από το πηγάδι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
αν, έγερ, να
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025