σερμπέτι
(ουσ. ουδ.)
σερμπέτι
[serˈbeti]
Σινασσ.
σ̑ερμπέτ'
[ʃerˈbet]
Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ.
σ̑εριbέτ'
[ʃeriˈbet]
Ουλαγ.
σ̑α̈ρπα̈́τ͑ι
[ʃærˈpætʰi]
Φάρασ.
σ̑αρμπάτ'
[ʃarˈbat]
Μισθ.
Πληθ.
σερμπέτσ̑α
[serˈbetʃa]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. σερμπέτι, το οπ. από το τουρκ. şerbet = γλυκό δροσιστικό ποτό, όπου και διαλεκτ. τύπ. şarbat.
Σερμπέτι, ποτό με νερό και ζάχαρη
ό.π.τ.
:
Ιτό το παιί ντο σ̑εριbέτ έφερέν ντο το qαφά τ’ κουνdά
(αυτό το παιδί έφερε το σερμπέτι κοντά στο κεφάλι της)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πατισ̑άχοζ μοίρασε σεράνdα γουσ̑ακλούρια κρασ̑ί και σεράνdα μεγάλα βαρέλια σερμπέτσ̑α
(ο βασιλιάς μοίρασε σαράντα μεγάλα πιθάρια κρασί και σαράντα μεγάλα βαρέλια σερμπέτια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.