ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερμπέτι (ουσ. ουδ.) σερμπέτι [serˈbeti] Σινασσ. σ̑ερμπέτ' [ʃerˈbet] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Τροχ. σ̑εριbέτ' [ʃeriˈbet] Ουλαγ. σ̑α̈ρπα̈́τ͑ι [ʃærˈpætʰi] Φάρασ. σ̑αρμπάτ' [ʃarˈbat] Μισθ. Πληθ. σερμπέτσ̑α [serˈbetʃa] Αραβαν. Νεότ. ουσ. σερμπέτι, το οπ. από το τουρκ. şerbet = γλυκό δροσιστικό ποτό, όπου και διαλεκτ. τύπ. şarbat.
Σερμπέτι, ποτό με νερό και ζάχαρη ό.π.τ. : Ιτό το παιί ντο σ̑εριbέτ έφερέν ντο το qαφά τ’ κουνdά (αυτό το παιδί έφερε το σερμπέτι κοντά στο κεφάλι της) Ουλαγ. -Dawk. Πατισ̑άχοζ μοίρασε σεράνdα γουσ̑ακλούρια κρασ̑ί και σεράνdα μεγάλα βαρέλια σερμπέτσ̑α (ο βασιλιάς μοίρασε σαράντα μεγάλα πιθάρια κρασί και σαράντα μεγάλα βαρέλια σερμπέτια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.