ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερμαγιά (ουσ. ουδ.) σερμεγέ [sermeˈʝe] Μαλακ. σερμιέ [serˈmɲe] Φάρασ. σερμιές [serˈmɲes] Φάρασ. σερμια̈́ς [serˈmɲæs] Αφσάρ. Νεότ. ουσ. σερμαγιά, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sermaye = κεφάλαιο, όπου και διαλεκτ, τύπ. sermeye.
Η σερμαγιά, το κεφάλαιο ό.π.τ.