σερμαγιά
(ουσ. ουδ.)
σερμεγέ
[sermeˈʝe]
Μαλακ.
σερμιέ
[serˈmɲe]
Φάρασ.
σερμιές
[serˈmɲes]
Φάρασ.
σερμια̈́ς
[serˈmɲæs]
Αφσάρ.
Νεότ. ουσ. σερμαγιά, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sermaye = κεφάλαιο, όπου και διαλεκτ, τύπ. sermeye.
Η σερμαγιά, το κεφάλαιο
ό.π.τ.