σεριννεντίζω
σεριν-νενdίζου
[serinnenˈdizu]
Αξ.
Από τον αόρ. serinletti του τουρκ. ρ. serinletmek = δροσίζομαιμε παραγωγ. επίθμ.-ίζω > -ίζου και με μορφολ. επίδρ. του διαλεκτ. τύπ. serinnemek.
Δροσίζομαι
Αξ.
:
Κι εγώ να κρέψω ένα τσ̑εσ̑μέ, να τρέ’ει κρασ̑ί στα τρία στράτες νεμέσα, και τα παίν’νε κι έρουνdαι, να τα ποτίσω, να σεριν-νενdίσ̑’νε
(κι εγώ θα ζητήσω μιά πηγή, να τρέχει κρασί ανάμεσα στους τρεις δρόμους, κι όσους πηγαίνουν κι έρχονται, να τους ποτίζω, να δροσιστούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.