ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεριννεντίζω σεριν-νενdίζου [serinnenˈdizu] Αξ. Από τον αόρ. serinletti του τουρκ. ρ. serinletmek = δροσίζομαιμε παραγωγ. επίθμ.-ίζω > -ίζου και με μορφολ. επίδρ. του διαλεκτ. τύπ. serinnemek.
Δροσίζομαι Αξ. : Κι εγώ να κρέψω ένα τσ̑εσ̑μέ, να τρέ’ει κρασ̑ί στα τρία στράτες νεμέσα, και τα παίν’νε κι έρουνdαι, να τα ποτίσω, να σεριν-νενdίσ̑’νε (κι εγώ θα ζητήσω μιά πηγή, να τρέχει κρασί ανάμεσα στους τρεις δρόμους, κι όσους πηγαίνουν κι έρχονται, να τους ποτίζω, να δροσιστούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.