σερμπέσε
(επίρρ.)
σερμπα̈́σε
[serˈbæse]
Φάρασ.
σ̑ερμπέσ̑α
[ʃerˈbeʃa]
Φάρασ.
σερμπέζια
[serˈbesça]
Ουλαγ.
σερμπέσι
[serˈbesi]
Φάρασ.
σερπέσε
[serˈpese]
Φάρασ.
σα̈ρπα̈́σα
[særˈpæse]
Αφσάρ.
σερμπέζια
[serˈbezʝa]
Φλογ.
Από το επίθ. σερμπέσης, όπου και τύπ. σερπέσης, πβ. και τουρκ. serbestçe = ελεύθερα.
Ελεύθερα, αμέριμνα
ό.π.τ.
:
Χορλατίζει σ̑ερμπέσ̑α
(Ρουχαλίζει αμέριμνα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Σέμα απέσω, σερμπέζια είναι
(Μπες μέσα, είναι ελεύθερα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Τα μιτσίκκα μου τα χρόνε έζησά τα 'ντάμα σας σερπέσε σα ρουσ̑ία τζ̑αι σα παγάνε 'νάμεσα
(Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μαζί σας ελεύθερα στα βουνά και στα φαράγγια)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.