ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερμπέσε (επίρρ.) σερμπα̈́σε [serˈbæse] Φάρασ. σ̑ερμπέσ̑α [ʃerˈbeʃa] Φάρασ. σερμπέζια [serˈbesça] Ουλαγ. σερμπέσι [serˈbesi] Φάρασ. σερπέσε [serˈpese] Φάρασ. σα̈ρπα̈́σα [særˈpæse] Αφσάρ. σερμπέζια [serˈbezʝa] Φλογ. Από το επίθ. σερμπέσης, όπου και τύπ. σερπέσης, πβ. και τουρκ. serbestçe = ελεύθερα.
Ελεύθερα, αμέριμνα ό.π.τ. : Χορλατίζει σ̑ερμπέσ̑α (Ρουχαλίζει αμέριμνα) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Σέμα απέσω, σερμπέζια είναι (Μπες μέσα, είναι ελεύθερα) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Τα μιτσίκκα μου τα χρόνε έζησά τα 'ντάμα σας σερπέσε σα ρουσ̑ία τζ̑αι σα παγάνε 'νάμεσα (Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα μαζί σας ελεύθερα στα βουνά και στα φαράγγια) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.