ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σερεκλεντίζω (ρ.) σερεκλεdίζω [serekle'dizo] Αξ. σερεκλεdώ [serekle'do] Τροχ. χερεκλεdίζω [çerekle'dizo] Αξ. Παρατατ. σερεκλέdιζα [sere'klediza] Αξ. Από to τουρκ. ρ. sereklemek (αόρ. serekledi) = απλώνω καρπούς ή φρούτα (κυρ. σταφύλια) για να τα αποξηράνω. Για την σημ. 2, πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. herek = αυλακιά αρότρου και serek = απόσταση, κενό. Ο τύπ. χερεκλεdίζω από του τουρκ. ρ. hereklemek = απλώνω καρπούς ή φρούτα (κυρ. σταφύλια) για να τα αποξηράνω.
1. Χτυπώ ή τραβώ και απλώνω, ρίχνοντας κάτω ιδιαίτερα καρπούς και κυρίως ροδάκινα, προκειμένου να μεγαλώσουν τα υπόλοιπα που θα μείνουν στο δέντρο ό.π.τ. : Πιάνεις το και τραβάς το, σ̑ερεκλεdάς το (Το πιάνεις (το ροδάκινο), το τραβάς και το ρίχνεις κάτω) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Αυξάνω το πλάτος χαντακιού ό.π.τ. : Τα χανdάκια σερεκλέdιζαν ντα (Αύξαναν το πλάτος των χαντακιών) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025