χερεκλεντίζω
(ρ.)
χερεκλεdίζω
[çerekle'dizo]
Αξ.
Από τον αόρ. herekledi του τουρκ. ρ. hereklemek = απλώνω καρπούς ή φρούτα (κυρίως σταφύλια) για να τα αποξηράνω
Χτυπώ και ξαπλώνω
Αξ.