σεντιρλίκι
(ουσ. ουδ.)
σεdιρλίκι
[sedirˈlici]
Σινασσ.
Από το παλ. τουρκ. ουσ. sedirlik = επιτοίχιος χτιστός καναπές (Eldem 1984: 53).
Είδος επιτοίχιου κτιστού ή ξύλινου χαμηλού καναπέ
Πβ.
σεντίρι