ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρσίζης (επίθ.) αρσίζ' [arˈsiz] Αξ. αρσούζης [arˈsuzis] Φάρασ. αρσούζη [arˈsuzi] Φάρασ. αρσούζ' [arˈsuz] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Ουδ. αρσίζικο [arˈsiziko] Σινασσ. Από το νεότ. επίθ. ἀρσίζης, το οπ. από το τουρκ. επίθ. arsız = α) ξεδιάντροπος, ιταμός, αγενής β) για παιδιά, κακομαθημένος γ) για φυτά, ζωηρό, αναπτυσσόμενο εις βάρος άλλων.
1. Αναιδής, ιταμός ό.π.τ. : Διάσκαλε πολύ αρσίζ' 'ναι, να σε ντρανήσω, να το ποίκεις άρχιωπο (Δάσκαλε, το παιδί είναι πολύ άταχτο, να σε δω, να το κάνεις άνθρωπο) Αξ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αζγούνης, άτσαλος, εντεψίζης, ζιανκιάρ
2. Δυναμικός, ζωηρός, ατίθασος Μαλακ., Μισθ. Συνών. αζγούνης, εντεψίζης