αρσίζης
(επίθ.)
αρσίζ'
[arˈsiz]
Αξ.
αρσούζης
[arˈsuzis]
Φάρασ.
αρσούζη
[arˈsuzi]
Φάρασ.
αρσούζ'
[arˈsuz]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
Ουδ.
αρσίζικο
[arˈsiziko]
Σινασσ.
Από το νεότ. επίθ. ἀρσίζης, το οπ. από το τουρκ. επίθ. arsız = α) ξεδιάντροπος, ιταμός, αγενής β) για παιδιά, κακομαθημένος γ) για φυτά, ζωηρό, αναπτυσσόμενο εις βάρος άλλων.