μορμορόχτερο
(ουσ. ουδ.)
μορμορόχτερου
[mormoˈroxteru]
Μαλακ.
Aπό τα ουσ. μνημόρι, όπου και τύπ. μορμόρ' και λιθάρι, όπου και τύπ. χτέρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ο.
Ταφόπλακα, επιτύμβιος λίθος