μοναχούτσικος
(επίθ.)
μαναχούτσικου
[manaʹxutsiku]
Μαλακ.
μαναχούσκο
[manaˈxusko]
Φάρασ.
Από το επίθετος μοναχός, όπου και τύπ, μαναχός, και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος.
Μοναχούλης
ό.π.τ.
:
'πέμεινα μοναχούσκο
(Απόμεινα μοναχή μου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.