ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μολύβι (ουσ. ουδ.) μολύβι [moˈlivi] Φάρασ., Φκόσ. μολύβ' [moˈliv] Αραβαν., Γούρδ. μολύδ' [moˈlið] Μαλακ. μολύβρι [moˈlivri] Σίλ. Νεότ. ουσ. μολύβι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. μολύβιον, υποκορ. του αρχ. μόλυβος.
1. Μολύβι, όργανο γραφής ό.π.τ. : Πού τα πήις μολύβρι σου; (Πού το πήγες το μολύβι σου;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καλέμι :1
2. Μολύβι, το μέταλλο μόλυβδος Αραβαν., Φάρασ. : Σάμ’ ’υρίστη να σηκώσει το θάλι σο τζουβάλι τ’ς, τζ̑ο μπόρ'κε ν’ dα σηκώσει, ’φάνην τα αντί μολύβι (Όταν γύρισε να σηκώσει το λιθάρι στο κεφάλι της, δεν μπόρεσε να το σηκώσει, της φάνηκε (βαρύ) σαν μολύβι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γουρσούνι
3. Συνεκδ., σφαίρα ή σκάγι Φάρασ., Φκόσ. : Φτάσε με ανdί μολύβι (Φτάσε με σαν σφαίρα, ενν. τρέχοντας γρήγορα) Φάρασ. -Lag. Συνών. γουρσούνι, τόπι :1