ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μοιάσιμο (ουσ. ουδ.) μοιάσιμο [ˈmɲasimo] Αραβαν., Μισθ. μοιάσ̑ιμο [ˈmɲaʃimo] Αξ. μοι-έσιμα [ˈmɲesima] Φάρασ. μέζημα [ˈmezima] Ουλαγ. Aπό το ρ. μοιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Ομοιότητα ό.π.τ. : Ούτσα μοιάσιμου νίσκιδι; (Τέτοια ομοιότητα γίνεται; Είναι δυνατόν να μοιάζουν τόσο;) Μισθ. -Κοτσαν. Ούτσ̑α και μέζημα νίσκεται μι; (Τέτοια ομοιότητα γίνεται;) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. τράβηγμα :2