μοιάσιμο
(ουσ. ουδ.)
μοιάσιμο
[ˈmɲasimo]
Αραβαν., Μισθ.
μοιάσ̑ιμο
[ˈmɲaʃimo]
Αξ.
μοι-έσιμα
[ˈmɲesima]
Φάρασ.
μέζημα
[ˈmezima]
Ουλαγ.
Aπό το ρ. μοιάζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Ομοιότητα
ό.π.τ.
:
Ούτσα μοιάσιμου νίσκιδι;
(Τέτοια ομοιότητα γίνεται; Είναι δυνατόν να μοιάζουν τόσο;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ούτσ̑α και μέζημα νίσκεται μι;
(Τέτοια ομοιότητα γίνεται;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
τράβηγμα :2