μουζία
(ουσ. θηλ.)
μουζία
[muˈzia]
Φάρασ.
Από το αρμεν. ουσ. mozi = μοσχάρι (Καρολίδης 1885: 93), μέσω του τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mozi = δαμάλα, πβ. και μεταγν. μοσχίον (Martirosyan 2013: 115).
Δαμάλα που έκλεισε το πρώτο έτος της ηλικίας της