ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μουζντετζής (ουσ. αρσ.) μουζντεdζής [muzdeˈdzis] Ποτάμ. μϋζ̑ντεdζ̑ής [myʒdeˈdʒis] Αραβαν. μιζτετζής [mizteˈdʒis] Ποτάμ. μιστεdζής [misteˈdʒi] Ποτάμ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. müjdeci = α) πρόδρομος β) αγγελιοφόρος.
Αγγελιοφόρος, μαντατοφόρος ό.π.τ. : Αν ομbρό σάλσαν το παιρί μϋζ̑ντεdζ̑ή σο πατισ̑άχο (Πρώτα πρώτα έστειλαν το παιδί αγγελιοφόρο καλών ειδήσεων στον βασιλιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έστελναν μιζτεντζή για να δὠσει μουσντί πως ερχούσαν (Έστελναν αγγελιοφόρο για να δώσει την είδηση πως έρχονταν) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Πβ. χαμπαρτσής :1