μουζντετζής
(ουσ. αρσ.)
μουζντετζής
[muzdeˈdzis]
Ποτάμ.
μϋζ̑ντετζ̑ής
[myʒdeˈdʒis]
Αραβαν.
μιζτετζής
[mizteˈdʒis]
Ποτάμ.
μιστετζή
[misteˈdʒi]
Ποτάμ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. müjdeci = α) πρόδρομος β) αγγελιοφόρος.
Αγγελιοφόρος, μαντατοφόρος
ό.π.τ.
:
Αν ομbρό σάλσαν το παιρί μϋζ̑ντετζ̑ή σο πατισ̑άχο
(Πρώτα πρώτα έστειλαν το παιδί αγγελιοφόρο καλών ειδήσεων στον βασιλιά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έστελναν μιζτετζή για να δὠσει μουσντί πως ερχούσαν
(Έστελναν αγγελιοφόρο για να δώσει την είδηση πως έρχονταν)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ328
Πβ.
χαμπαρτσής :1