σταλιά
(ουσ. θηλ.)
σταλιά
[staˈʎa]
Αξ.
Από το νεότ. ποσοτ. επίρρ. σταλιά, πβ. Ἐρωτοπ. 4.57 «σταλιὰ αἷμα δὲν βγάνει», το οπ. από το νεότ. στάλα με παραγωγ. επίθμ. -ιά.